- εἰσεπήδων
- εἰσπηδάωleap inimperf ind act 3rd plεἰσπηδάωleap inimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въскочити — ВЪСКОЧ|ИТИ 1 (15), ОУ, ИТЬ гл. Вскочить, ворваться куда л., во что л.: въскочивше въ храмъ ѡбрѣтоша иконѹ господню сто˫ащю. ПрЛ XIII, 49а; и нападеть нань медвѣдь и въскочить в домъ ѥго (εἰσπηδήσῃ) ГА XIII–XIV, З6в; злѣиша же ѿ Июдѣ˫анъ, || иже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιππαγωγός — ό (ΑΜ ἱππαγωγός, όν) αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱππαγωγός αυτός που φρόντιζε τους ίππους αρχ. 1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸς ονομασία πλοίου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῡς ή τριήρης) το… … Dictionary of Greek